λυκείον

λυκείον
Γυμνάσιο (γυμναστήριο) της Αθήνας, κατά την αρχαιότητα. Βρισκόταν στο βορειοανατολικό τμήμα της πόλης, όπου υπήρχε ιερό του Λυκείου Απόλλωνα. Η θέση του δεν είναι επακριβώς γνωστή, αν και θα πρέπει να βρισκόταν στα Ν της σημερινής πλατείας Συντάγματος. Ιδρύθηκε πιθανότατα τον 5ο αι. π.Χ. και αποτελούσε αγαπημένο τόπο διδασκαλίας του Σωκράτη. Ο Λυκούργος (330 π.Χ.) θα πρέπει να ανήγειρε κάποιες βοηθητικές εγκαταστάσεις του Λ. Το Λ. υπήρξε η έδρα της Περιπατητικής φιλοσοφικής σχολής, την οποία ίδρυσε ο Αριστοτέλης το 335 π.Χ.
* * *
λυκεῑον (Α) [λύκειος]
(κατά τον Ησύχ.) «φοβερόν».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λύκειον — the Lyceum neut nom/voc/acc sg Λύκειος of masc/fem acc sg Λύκειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκειον — the Lyceum neut nom/voc/acc sg λύκειος of masc/fem acc sg λύκειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Лицей гимназия в Афинах — (Λύκειον). Так называлась одна из трех гимназий в Афинах, находившаяся вне города, в северо западной части Керамика, возле храма Аполлона Ликейского, откуда Л. и получил свое название. Здесь Аристотель читал свои лекции; здесь же творил суд… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Лицей — (Λύκειον). Так называлась одна из трех гимназий в Афинах, находившаяся вне города, в сев. зап. части Керамика, возле храма Аполлона Ликейского, откуда Л. и получил свое название. Здесь Аристотель читал свои лекции; здесь же творил суд полемарх.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Λυκείου — Λύκειον the Lyceum neut gen sg Λύκειος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκείου — λύκειον the Lyceum neut gen sg λύκειος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκείῳ — Λύκειον the Lyceum neut dat sg Λύκειος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκείῳ — λύκειον the Lyceum neut dat sg λύκειος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύκεια — Λύκειον the Lyceum neut nom/voc/acc pl Λύκειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκεια — λύκειον the Lyceum neut nom/voc/acc pl λύκειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”